- ελότυφος
- οπροσβολή ελονοσίας που συνοδεύεται από τυφώδη κατάσταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελότυφος — ο (ιατρ.), συνύπαρξη ελονοσίας και τυφοειδούς πυρετού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)